-
1 печать
-и θ.1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•печать времени σημάδι των καιρών.
3. εκτύπωση•книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.
4. ο τύπος•работники -и οι τυπογράφοι•
иностранная ο ξένος τύπος•
выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.
5. τα τυπογραφικά γράμματα•книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.
εκφρ.печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•в -и – στον τύπο•выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο). -
2 печать
печать ж 1) (штемпель) η σφραγίδα* ставить \печать βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω 2) (пресса) ο τύπος· η εκτύπωση (печатание)9 опубликовать в \печатьи δημοσιεύω (στον τύπο)* * *ж1) ( штемпель) η σφραγίδαста́вить печа́ть — βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω
опубликова́ть в печа́ти — δημοσιεύω (στον τύπο)
-
3 печатать
ρ.δ.1. (εκ)τυπώνω•печатать газеты τυπώνω εφημερίδες•
вновь печатать ξανατυπώνω•
печатать на литографии λιθογραφώ•
печатать на машинке δακτυλογραφώ.
|| δημοσιεύω στον τύπο.2. βγάζω φωτογραφίες στο χαρτί.3. παλ. σφραγίζω, βάζω σφραγίδα.εκφρ.печатать шаг – βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην.(εκ)τυπώνομαι. || δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
δημοσιεύω — δημοσίευσα, δημοσιεύτηκα, δημοσιευμένος 1. γνωστοποιώ κάτι στο κοινό κάνοντας καταχώριση στον τύπο ή σε άλλο έντυπο: Θα δημοσιεύσει ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας για την ταλαιπωρία του από τη γραφειοκρατία. 2. εκδίδω βιβλίο: Ο συγγραφέας έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιογραφώ — δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)