Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δημοσιεύω (στον τύπο)

  • 1 печать

    θ.
    1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.
    2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•

    печать времени σημάδι των καιρών.

    3. εκτύπωση•

    книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.

    4. ο τύπος•

    работники -и οι τυπογράφοι•

    иностранная ο ξένος τύπος•

    выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.

    5. τα τυπογραφικά γράμματα•

    книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.

    εκφρ.
    печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•
    в -и – στον τύπο•
    выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο).

    Большой русско-греческий словарь > печать

  • 2 печать

    печать ж 1) (штемпель) η σφραγίδα* ставить \печать βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω 2) (пресса) ο τύπος· η εκτύπωση (печатание)9 опубликовать в \печатьи δημοσιεύω (στον τύπο)
    * * *
    ж
    1) ( штемпель) η σφραγίδα

    ста́вить печа́ть — βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω

    2) ( пресса) ο τύπος; η εκτύπωση ( печатание)

    опубликова́ть в печа́ти — δημοσιεύω (στον τύπο)

    Русско-греческий словарь > печать

  • 3 печатать

    ρ.δ.
    1. (εκ)τυπώνω•

    печатать газеты τυπώνω εφημερίδες•

    вновь печатать ξανατυπώνω•

    печатать на литографии λιθογραφώ•

    печатать на машинке δακτυλογραφώ.

    || δημοσιεύω στον τύπο.
    2. βγάζω φωτογραφίες στο χαρτί.
    3. παλ. σφραγίζω, βάζω σφραγίδα.
    εκφρ.
    печатать шаг – βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην.
    (εκ)τυπώνομαι. || δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > печатать

См. также в других словарях:

  • δημοσιεύω — δημοσίευσα, δημοσιεύτηκα, δημοσιευμένος 1. γνωστοποιώ κάτι στο κοινό κάνοντας καταχώριση στον τύπο ή σε άλλο έντυπο: Θα δημοσιεύσει ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας για την ταλαιπωρία του από τη γραφειοκρατία. 2. εκδίδω βιβλίο: Ο συγγραφέας έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοσιογραφώ — δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»